μονοπωλώ

μονοπωλώ
(ε) μετ. монополизировать; обладать монопольным правом на...;

έχει μονοπωλήσει το εμπόριο των τροφίμων — он захватил монополию на торговлю продовольственными товарами


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μονοπωλώ" в других словарях:

  • μονοπωλώ — μονοπωλώ, μονοπώλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μονοπωλώ — (Α μονοπωλῶ, έω) [μονοπώλης] πουλώ κατ αποκλειστικότητα ένα προϊόν ή εμπόρευμα, έχω το μονοπώλιο ενός προϊόντος νεοελλ. 1. καθιστώ ένα εμπόρευμα μονοπωλιακό 2. μτφ. α) αποκτώ ή σφετερίζομαι αποκλειστικά δικαιώματα σε έναν τομέα («μονοπωλεί τις… …   Dictionary of Greek

  • μονοπωλώ — μονοπώλησα, μονοπωλήθηκα, μονοπωλημένος 1. πουλώ κάτι μονοπωλιακά, αποκλειστικά: Το κράτος μονοπωλεί το οινόπνευμα. 2. μτφ., χρησιμοποιώ ή κάνω κάτι αποκλειστικά: Πολλά άτομα μονοπωλούν τον πατριωτισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοπώληση — η [μονοπωλώ] η πώληση ενός προϊόντος ή εμπορεύματος αποκλειστικά και μόνο από έναν οργανισμό, η πράξη τού μονοπωλώ …   Dictionary of Greek

  • αμονοπώλητος — η, ο [μονοπωλώ] 1. αυτός που δεν μονοπωλήθηκε, δεν περιλήφθηκε σε είδη μονοπωλίου 2. αυτός που δεν ανήκει ή δεν μπορεί να ανήκει αποκλειστικά και προνομιακά στους λίγους …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλια — μονοπώλια, ἡ (Α) [μονοπωλώ] το μονοπώλιο, η μονοπώληση, η αποκλειστική πώληση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»